Ενημέρωση για διάφορα εργασιακά και ασφαλιστικά θέματα

>> Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Εργατικό Κέντρο Ν. Λάρισας                          2017

   1.  ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

      Άνεργοι (Κοινοί - Γενική Κατηγορία)
Η Τακτική Επιδότηση Ανεργίας είναι μια παροχή που χορηγείται σε μισθωτούς, ασφαλισμένους στον κλάδο ανεργίας του ΟΑΕΔ των οποίων η εργασιακή σχέση είτε έληξε (σύμβαση ορισμένου χρόνου) είτε καταγγέλθηκε από τον εργοδότη, με χρονική διάρκεια από πέντε έως 12 μήνες ανάλογα με τις ημέρες εργασίας που έχουν πραγματοποιήσει οι δικαιούχοι σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα πριν από τη λύση ή τη λήξη της εργασιακής τους σχέσης, που ορίζονται ως κρίσιμα.
   Προϋποθέσεις επιδότησης ανεργίας
Για τη χορήγηση της τακτικής επιδότησης ανεργίας στους δικαιούχους απαιτείται η συνδρομή των κάτωθι γενικών προϋποθέσεων:
1.      Να είναι ασφαλισμένοι ως εργαζόμενοι στον κλάδο ανεργίας του ΟΑΕΔ
2.      Να έχει προηγηθεί Καταγγελία Σύμβασης Εργασίας (όχι Οικειοθελής Αποχώρηση) ή
3.      Να έχει προηγηθεί Λήξη Σύμβασης Ορισμένου Χρόνου (όχι Οικειοθελής Αποχώρηση)
4.      Να μην αυτοαπασχολούνται
5.      Να έχουν την ιδιότητα του ανέργου κατά την αίτηση για την επιδότηση
Επιπρόσθετα:
α) Για δικαιούχο που επιδοτείται για πρώτη φορά απαιτείται:
 1η περίπτωση:
·         πραγματοποίηση 125 ημερών εργασίας εντός του 14μήνου πριν από τη λήξη ή τη λύση της εργασιακής σχέσης, χωρίς να υπολογίζονται οι τελευταίοι δύο μήνες πριν από τη λήξη ή τη λύση αυτής και
·         πραγματοποίηση 80 ημερών εργασίας σε κάθε έτος κατά τα δύο προηγούμενα έτη πριν από την έναρξη της επιδότησής του.
2η περίπτωση (για δικαιούχους που δεν καλύπτουν την προϋπόθεση της 1ης περίπτωσης):
·         πραγματοποίηση 200 ημερών εργασίας κατά τα δύο προηγούμενα πριν από τη λύση ή τη λήξη της εργασιακής σχέσης, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτές οι τελευταίοι δύο μήνες πριν από τη λήξη ή τη λύση αυτής, και
·         πραγματοποίηση 80 ημερών εργασίας σε κάθε έτος κατά τα δύο προηγούμενα έτη, πριν από τη λήξη ή τη λύση της εργασιακής σχέσης.
β) Για δικαιούχο που έχει επιδοτηθεί στο παρελθόν απαιτείται:
·         πραγματοποίηση τουλάχιστον 125 ημερών εργασίας στο τελευταίο 14μηνο, πριν από τη λήξη ή τη λύση της εργασιακής του σχέσης, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτές οι τελευταίοι δύο μήνες πριν από τη λήξη ή τη λύση αυτής
·         τα ημερήσια επιδόματα ανεργίας που έχει λάβει εντός της προηγούμενης τετραετίας, από την εκάστοτε έναρξη της επιδότησης, να μην υπερβαίνουν τα τετρακόσια (400).
Εάν εντός της τετραετίας έχει επιδοτηθεί για χρονικό διάστημα μικρότερο των τετρακοσίων (400) ημερήσιων επιδομάτων, δικαιούται να επιδοτηθεί για τον υπόλοιπο αριθμό ημερησίων επιδομάτων, μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των 400 ημερησίων επιδομάτων.
     Διαδικασία υποβολής αίτησης-προθεσμία υποβολής-παραλαβή απόφασης-έναρξη επιδότησης
Ο άνεργος οφείλει να προσέρχεται αυτοπροσώπως και αποκλειστικά στις αρμόδιες Υπηρεσίες του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας του (ή εναλλακτικά της τελευταίας απασχόλησής του) προκειμένου να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στην τακτική επιδότηση ανεργίας.
Η αίτηση υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο αυτοπροσώπως, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία λήξης ή λύσης της εργασιακής του σχέσης.
Η διαδικασία της αίτησης προβλέπει τα εξής:
1.      ο άνεργος παραλαμβάνει αντίγραφο της αίτησής του
2.      στο έντυπο της αίτησης επισυνάπτεται Υπεύθυνη Δήλωση του ν.1599/86 με προτυπωμένο κείμενο με το οποίο ο ασφαλισμένος θα δηλώνει ότι έλαβε γνώση της υποχρέωσής του να ενημερώνει την Υπηρεσία εντός οκτώ (8) εργάσιμων ημερών, και οπωσδήποτε πριν από τη λήξη του μήνα επιδότησης σε περίπτωση που συντρέξει λόγος αναστολής ή διακοπής της επιδότησής του.
3.      επί του εντύπου της αίτησης αναγράφεται υποχρεωτικά η ημερομηνία παραλαβής της σχετικής απόφασης που θα εκδώσει η Υπηρεσία.
Ο άνεργος προσέρχεται στην Υπηρεσία που έχει καταθέσει την αίτησή του υποχρεωτικά κατά το χρονικό διάστημα που αναγράφεται στην αίτησή του για της παραλαβή της απόφασης της Υπηρεσίας. Εφόσον δεν συντρέχει λόγος απόρριψης της αίτησής του, παραλαμβάνει «Απόφαση Υπαγωγής» στην επιδότηση.
Η προσέλευση του ασφαλισμένου στην Υπηρεσία για την παραλαβή της απόφασης κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα είναι υποχρεωτική, γιατί αποτελεί και το διάστημα της πρώτης υποχρεωτικής παρουσίας του με την οποία κατοχυρώνεται η πληρωμή των δύο (2) πρώτων μηνών της επιδότησης του.
Στην απόφαση υπαγωγής αναγράφεται η διάρκεια της επιδότησης, το ύψος αυτής, τα χρονικά διαστήματα υποχρεωτικής δήλωσης παρουσίας στην Υπηρεσία του ΟΑΕΔ κ.λπ
Η επιδότηση αρχίζει:
α) από την 7η ημέρα, όταν η αίτηση για την υπαγωγή στην τακτική επιδότηση ανεργίας υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο κατά το πρώτο 7ημερο μετά τη λήξη ή τη λύση της εργασιακής του σχέσης και οπωσδήποτε εντός της 60νθήμερης προθεσμίας, ή
β) από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, όταν αυτή υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο μετά την παρέλευση του 7ημερου από τη λήξη ή τη λύση της εργασιακής του σχέσης και οπωσδήποτε εντός της 60νθήμερες προθεσμίας.
   Δικαιολογητικά
·         Έντυπο Καταγγελίας Σύμβασης Εργασίας (Ε6) υπογεγραμμένο από τον άνεργο και σφραγισμένο και υπογεγραμμένο από τον εργοδότη ή Βεβαίωση Λήξης Σύμβασης Ορισμένου Χρόνου (Ε7). Για απασχολούμενους σε οικοδομοτεχνικές εργασίες η Βεβαίωση Λήξης Σύμβασης Ορισμένου Χρόνου πρέπει να είναι σφραγισμένη και υπογεγραμμένη από τον εργοδότη.
·         Το έντυπο «Βεβαίωση Εργοδότη» το οποίο συμπληρώνει ο εργοδότης σύμφωνα με τις εγγραφές της ΑΠΔ (Αναλυτική Περιοδική Δήλωση που υποβάλλεται στο ΙΚΑ) του τελευταίου διμήνου πριν από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Το έντυπο αυτό θα φέρει πρωτότυπη σφραγίδα και υπογραφή του εργοδότη, χωρίς κάποια επιπλέον σφραγίδα επικύρωσης από το αρμόδιο κατάστημα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
·         Οικογενειακό βιβλιάριο Ασθενείας, εφόσον υπάρχουν συντηρούμενα μέλη.
·         Πρόσφατο Εκκαθαριστικό Σημείωμα της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή εφόσον δεν έχει εκδοθεί για οποιοδήποτε λόγο, αντίγραφο της τελευταίας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
·         Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας του ασφαλισμένου.
·         Λογαριασμό Εθνικής Τραπέζης (ΙΒΑΝ) στον οποίο ο ασφαλισμένος είναι ο πρώτος δικαιούχος.
·         Άδεια διαμονής ή εργασίας προκειμένου περί ανέργων πολιτών υπηκόων τρίτων χωρών.
·         Αποδεικτικό διεύθυνσης κατοικίας του ασφαλισμένου (π.χ. λογαριασμός ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΔΕΥΑ).
     Διάρκεια-ποσό επιδότησης
Η διάρκεια της επιδότησης εξαρτάται από τον αριθμό των ημερών εργασίας που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος στο κρίσιμο κάθε φορά ορισθέν χρονικό διάστημα.
Από 01.01.2014 η διάρκεια επιδότησης εξαρτάται πλέον και από τον περιορισμό των 400 ημερήσιων επιδομάτων ανεργίας κατά τετραετία πριν από την έναρξη της επιδότησης.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΚΟΙΝΟΙ ΑΝΕΡΓΟΙ

Απαιτούμενες Ημέρες Εργασίας κατά το 14μηνο (πριν από τη λύση ή λήξη της εργασιακής σχέσης αφαιρουμένων των 2 τελευταίων μηνών)
 ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ
125-149
5 μήνες
150-179
6 μήνες
180-219
8 μήνες
220-249
10 μήνες
250 και άνω
12 μήνες
210 και συμπλήρωση του 49ου έτους ηλικίας
12 μήνες
ΠΙΝΑΚΑΣ 1Α: ΚΟΙΝΟΙ ΑΝΕΡΓΟΙ : ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΤΙΑΣ *
* Για τους επιδοτούμενους άνεργους που επιδοτούνται για πρώτη φορά και τους καταβάλλεται επιδότηση λαμβάνοντας υπόψη την προϋπόθεση της διετίας (2η περ. προϋποθέσεων), η διάρκεια επιδότησής τους κυμαίνεται από 5 έως 8 μήνες κατ’ ανώτατο χρονικό διάστημα.
*Απαιτούμενες Ημέρες Εργασίας κατά τη διετία (πριν από τη λύση ή λήξη της εργασιακής σχέσης αφαιρουμένων των 2 τελευταίων μηνών και οπωσδήποτε 80 κατ’ έτος)
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ
200
5 μήνες
250
6 μήνες
300
8 μήνες
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ΟΙΚΟΔΟΜΟΙ

Απαιτούμενες Ημέρες Εργασίας κατά το 14μηνο (πριν από τη λύση ή λήξη της εργασιακής σχέσης αφαιρουμένων των 2 τελευταίων μηνών)
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ
100-149
5 μήνες
150-179
6 μήνες
180-219
8 μήνες
220-249
10 μήνες
250 και άνω
12 μήνες
210 και συμπλήρωση του 49ου έτους ηλικίας
12 μήνες
  • Το επίδομα καταβάλλεται δεδουλευμένο μια φορά τον μήνα για 25 ημέρες.
  • Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται από τις αποδοχές του ασφαλισμένου κατά την απόλυσή του.
  • Από 12.03.2012 το βασικό μηνιαίο επίδομα ανεργίας ανέρχεται στα 360,00 Ευρώ.
  • Για κάθε μέλος της οικογένειας του ανέργου το επίδομα προσαυξάνεται κατά 10%.
  • Καταβάλλεται Δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα, εφόσον έχουν συμπληρωθεί συγκεκριμένες ημέρες επιδότησης σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα.
   2.  ΑΔΕΙΑ ΕΤΗΣΙΑ
Τα θέματα χορήγησης ετήσιας άδειας με αποδοχές στους μισθωτούς ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, όπως αυτός ισχύει σήμερα μετά τις τροποποιήσεις που έχει υποστεί με το άρθρο 6 του Ν. 3144/2003 και το άρθρο 1 Ν. 3302/2004. Ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων επαναφέρεται το ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με τις τελευταίες ρυθμίσεις του άρθρο 1 Ν. 3302/2004, ενώ έχει ήδη κατοχυρωθεί το δικαίωμα λήψης αναλογικής άδειας από τον πρώτο μήνα απασχόλησης των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 6 Ν. 3144/2003.
Ειδικότερα, µε τη νέα παράγραφο 1α του Α.Ν.539/1945, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται µε σύµβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια µε αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) µε βάση το χρονικό διάστηµα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ηµερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ηµερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 µήνες συνεχούς απασχόλησης. Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συμπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού.
Η διάταξη του άρ. 1 του Ν.3302/2004, όπως και αυτή του άρ. 6 του Ν.3144/2003, αναφέρει ρητώς ότι η ετήσια άδεια µε αποδοχές, καθώς και το επίδοµα αδείας, διέπονται και από τις λοιπές οικείες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας. Ως εκ τούτου, εξασφαλίζεται η συνέχεια της ισχύος των κείμενων διατάξεων που αφορούν το µηχανισµό και τον τρόπο χορήγησης της άδειας και του επιδόματος αδείας. Υπενθυμίζεται ότι, σύµφωνα µε τα προβλεπόμενα στο άρ. 3 του Ν. 3755/1957, καθώς και τη σχετική νοµολογία, σε περίπτωση µη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσµα, αµέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας µε προσαύξηση 100%, όχι όμως και του επιδόματος αδείας.
Άδεια για το 1ο Ημερολογιακό Έτος
Με τη νέα παράγραφο 1β του Α.Ν.539/1945, καθιερώνεται για το πρώτο ημερολογιακό έτος-εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου αναλογία – ποσοστό των ηµερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήµατος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της άδειας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 (επί πενθημέρου) και των 24 (επί εξαημέρου) ηµερών, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους πρόσληψης ακόµη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόμενους (άρ.4 του Α.Ν.539/1945, όπως τροποποιήθηκε µε την παρ.15 του άρ.3 του Ν.4504/1966).
Άδεια για το 2ο Ημερολογιακό Έτος
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τµηµατικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη. Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, µε βάση τις 20 ηµέρες επί πενθημέρου και τις 24 ηµέρες επί εξαημέρου. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σηµείο συμπληρώσεως 12 µηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά µία εργάσιμη ηµέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθημέρου και 25 επί εξαημέρου, εργάσιμων ηµερών.
Άδεια για το 3ο Ημερολογιακό Έτος
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόµενα, ο µμισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σηµείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ηµέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ημερολογιακού έτους
 Ποιες ημέρες υπολογίζονται στην άδεια
Στην άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες (παρ1,3,του άρθρ.2 του Α.Ν. 539/45). Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέμεινε στο σπίτι του ή νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο), που εμπίπτουν στο διάστημα της άδειας. Για τους μισθωτούς πενθήμερης εργασίας δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας, η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω πενθημέρου.
Κατάτμηση αδείας
Σύμφωνα με το Ν 4093/2012 και την διευκρινιστική εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας η διαδικασία χορήγησης αδείας γίνεται ως εξής:

Η διάταξη της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.14 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 συμπληρώνει το άρθρο 8 του Ν.549/77 κατά το μέρος που κύρωσε το άρθρο 7 της από 26-1-1977 ΕΓΣΣΕ και όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 6 του Ν.3846/10 και προβλέπει συνολικά πλέον τα εξής:
α) Είναι επιτρεπτή από τον εργοδότη η κατάτμηση του χρόνου αδείας εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Η κατάτμηση μπορεί να γίνει σε δυο περιόδους εντός του αυτού ημερολογιακού έτους. Η πρώτη περίοδος της άδειας που χορηγείται με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 6 εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των 5 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.
β) Επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δυο περιόδων. Η διαδικασία αυτή, η οποία προβλέπει έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, θα πρέπει να περιλαμβάνει την χορήγηση ενιαίου τμήματος αδείας 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας ή 12 εργασίμων ημερών, εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο. Η παραπάνω διαδικασία υπάγεται στις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας για την άδεια, οι οποίες προβλέπουν τη χορήγηση αδείας ή τμήματος αδείας από τον εργοδότη στον εργαζόμενο μετά από συνεννόηση των δυο μερών (άρ.4 του ΑΝ 539/45 όπως ισχύει).

Υποχρεωτική χορήγηση της ετήσιας άδειας έως την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους
Ο εργοδότης θα πρέπει να χορηγεί στους εργαζόμενους έως και την 31η Δεκεμβρίου 2015 του τρέχοντος ημερολογιακού έτους το υπόλοιπο της αδείας που αναλογεί στον κάθε εργαζόμενο έστω κι αν ακόμη δεν έχει ζητηθεί από αυτούς.  Σε περίπτωση μη χορήγησης της άδειας από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια) υποχρεούται να καταβάλλει σε αυτούς αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100% (Εγκύκλιος 1/3/2005 του Υπ. Απασχόλησης επί του άρθρου 1 του Ν.3302/2004).

Χρόνος χορήγησης της άδειας
Νέα διάταξη η οποία συμπληρώθηκε με το Ν. 4093/2012.  Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έκτακτο-εποχικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και παρουσιάζουν, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, μεγάλη σώρευση εργασίας εξαιτίας του είδους ή του αντικειμένου εργασιών τους, ο εργοδότης μπορεί, με απόφασή του, να χορηγεί στο τακτικό προσωπικό το ενιαίο τμήμα των 10 ή 12 εργάσιμων ημερών αδείας, επί πενθημέρου ή εξαημέρου αντίστοιχα, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου πρέπει να χορηγηθεί η άδεια και ιδιαιτέρως σε σημείο κατά το οποίο έχει μειωθεί η ιδιαίτερη ένταση εργασίας. Η συγκεκριμένη απόφαση του εργοδότη για τη χορήγηση του τμήματος αδείας των 2 εργάσιμων εβδομάδων, καθώς και η αίτηση του εργαζομένου για κατάτμηση αδείας δεν απαιτούν έγκριση από την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά διατηρούνται επί 5 έτη στην επιχείρηση και είναι στην διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.

Αποδοχές εργαζόμενου κατά την άδεια
Κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις "συνήθεις αποδοχές" που θα ελάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται, ότι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κλπ). Εκτός από τις αποδοχές της άδειας ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας. Το επίδομα αδείας δεν μπορεί να υπερβεί για όσους αμείβονται με μισθό το μισό μισθό και για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια.
ΠΟΤΕ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ
Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές.
ΠΟΤΕ ΔΙΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΔΕΙΑΣ
Αν από υπαιτιότητα του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας αυξημένες στο 100% (διπλάσιο). Δεν διπλασιάζεται όμως το επίδομα άδειας.
Απαγόρευση Απόλυσης κατά την άδεια
Απαγορεύεται η καταγγελία σύμβασης κατά τη διάρκεια της άδειας του μισθωτού από τον εργοδότη. Η απαγόρευση είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει την απόλυση για οποιοδήποτε λόγο. Σε περίπτωση που γίνει θεωρείται άκυρη.
Μεταφορά Αδείας
Απαγορεύεται η μεταφορά της άδειας στο επόμενο ημερολογιακό έτος, έστω και αν ακόμα έχει γίνει συμφωνία εργαζομένου εργοδότη.
Αποδοχές αδείας σε περίπτωση λήξης σύμβασης
Εάν λήξει η σύμβαση εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, παραίτηση, θάνατος εργαζόμενου, λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου), και ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει την κανονική του άδεια που του οφείλεται, τότε δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια (αρ.1, παρ.3, του Ν.1346/1983). Αποζημίωση άδειας και επίδομα άδειας, αναλόγως προς τον χρόνο υπηρεσίας.
α) Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος που έγινε η πρόσληψή του, δικαιούται να λάβει 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, όπως και 2 ημερομίσθια σαν επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).

β) Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός επίσης δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, όπως και 2 ημερομίσθια σαν επίδομα αδείας( με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13ημερομισθίων).

γ) Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους άδειας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα δικαιούταν ο μισθωτός εάν έπαιρνε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.
3.  ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Οι μισθωτοί γενικά, άσχετα αν πρόκειται για υπαλλήλους ή εργατοτεχνίτες ή υπηρέτες δικαιούνται να απουσιάσουν από την εργασία τους λόγω ασθένειας χωρίς συνέπειες. Επομένως, δεν θεωρείται ότι αποχώρησαν οικειοθελώς και η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να συνεχίζεται ενώ παράλληλα ο μισθός και τα ημερομίσθια καταβάλλονται με ορισμένες προϋποθέσεις. Επομένως οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν την επιστροφή των μισθωτών στην εργασία τους.
ΟΡΙΑ "ΒΡΑΧΕΙΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ" ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ
Ως "βραχεία διάρκειας" ασθένεια, βάσει του Ν.4558/30,θεωρείται αυτή που διαρκεί, πάντα στον ίδιο εργοδότη από:
  • Ένα μήνα για όσους υπηρετούν μέχρι 4 χρόνια
  • Τρεις μήνες για όσους υπηρετούν από 4 μέχρι 10 χρόνια
  • Τέσσερις μήνες για όσους υπηρετούν από 10 μέχρι 15 χρόνια
  • Έξι μήνες για όσους υπηρετούν από 15 χρόνια και πάνω
Η έννοια της παραπάνω διάταξης είναι ότι ο εργοδότης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρήσει ως οικειοθελή αποχώρηση την απουσία του εργαζομένου μέσα στα παραπάνω χρονικά όρια και για τους παραπάνω λόγους, ασθένεια, λοχεία.
ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΔΕΝ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε ασθένεια μεγαλύτερης διάρκειας μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί και παραίτηση από την εργασία. Για να κριθεί κάτι τέτοιο πρέπει να αποδειχθεί παράλληλα βούληση, θέληση του εργαζόμενου να παραιτηθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με αποχή που οφείλεται σε άλλους λόγους.
Η εξέταση των λόγων αποχής και της πρόθεσης ή μη του εργαζόμενου σε παραίτηση είναι κύρια στοιχεία για να διαπιστωθεί αν τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν παραίτηση ή όχι.
Τα θέματα αυτά έχουν μεγάλη πρακτική σημασία για τους εργαζομένους. Αν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί τις υπηρεσίες τους μετά τη λήξη της ασθενείας ή των λόγων της μετά τη λήξη της αποχής, θεωρώντας ότι έχουν αποχωρήσει οικειοθελώς, μπορούν να διεκδικήσουν, όπως και στην άκυρη απόλυση, είτε μισθούς υπερημερίας και διατήρηση της θέσης εργασίας, είτε την αποζημίωση απολύσεως.
Τρόπος Πληρωμής Ασθένειας
Υποχρεώσεις ΙΚΑ και εργοδότη επί ασθένειας μισθωτών (3ημερα ασθένειας):
α) Εάν ο μισθωτός ασθενήσει και απέχει από την εργασία του για διάστημα μέχρι 3 ημέρες, οσεσδήποτε φορές μέσα στο έτος, δεν δικαιούται να λάβει επίδομα ασθένειας.  Αλλά ούτε και υπολογίζεται ο χρόνος αυτός σαν χρόνος αναμονής για άλλη περίπτωση ασθένειας και επομένως, αν αρρωστήσει στη συνέχεια μέσα στο αυτό έτος πάνω από 3 ημέρες θα του χορηγηθεί επίδομα ασθένειας από την 4η ημέρα. Ως εκ τούτου ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κάθε φορά τις αποδοχές ασθένειας 3 ημερών, όχι διαρκώς αλλά μέχρι να συμπληρωθεί ο μήνας ή ο μισός μήνας (κατ’ έτος) ανάλογα με τον χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν 178/1967, στις ανωτέρω περιπτώσεις απουσίας για 1-3 ημέρες από την εργασία συνεπεία ασθένειας, για τις οποίες δεν καταβάλλεται επίδομα από το ΙΚΑ, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλλει μόνο το μισό του ημερομισθίου ή του ανάλογου ημερήσιου μισθού, αδιάφορα αν πρόκειται για πρώτη ή δεύτερη φορά.
Β) Αντίθετα αν η ασθένεια διαρκέσει πάνω από 3 ημέρες π.χ.12 ημέρες, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από το ΙΚΑ επίδομα μόνο για τις 9 ημέρες της ασθένειας του, γιατί αφαιρείται ο 3ήμερος χρόνος αναμονής. Έτσι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλλει, για μεν τις 3 πρώτες ημέρες το μισό (1/2) μόνο του ημερομισθίου ή του ανάλογου ημερήσιου μισθού, για δε τις υπόλοιπες 9 ημέρες τη διαφορά μεταξύ του ημερομισθίου και του επιδόματος ασθένειας που καταβάλλει το ΙΚΑ.
Εάν αρρωστήσει ο μισθωτός οσεσδήποτε φορές μέσα σ' αυτό το ημερολογιακό έτος, επί 4 τουλάχιστον ημέρες σε κάθε περίπτωση, δικαιούται να λάβει επίδομα από το ΙΚΑ  για όλες τις ημέρες της ασθένειας, χωρίς να υπολογιστεί χρόνος αναμονής. Αν όμως η ασθένειά του διαρκέσει το πολύ 3 ημέρες ( ή λιγότερες), οσεσδήποτε φορές στο αυτό ημερολογιακό έτος, δεν δικαιούται να λάβει επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ και επιβαρύνεται πλέον ο εργοδότης να καταβάλει το 1/2 των ημερομισθίων του, με τις προϋποθέσεις και τα χρονικά όρια των άρθρων 657 -658 του ΑΚ.
4.  ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ
Πότε αρχίζει η ασφάλιση στο ΙΚΑ
Η ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. δεν εξαρτάται από τη θέληση του εργαζομένου ή του εργοδότη.
Είναι υποχρεωτική και αρχίζει από την πρώτη ημέρα εργασίας, ακόμα και αν ο εργοδότης δεν έχει αναγγείλει την έναρξη της εργασίας.
Ειδικές Κατηγορίες Ασφαλισμένων
Με ειδικές διατάξεις και με τις προϋποθέσεις που οι διατάξεις αυτές προβλέπουν, έχουν ασφαλισθεί στο Ι.Κ.Α. ορισμένες κατηγορίες προσώπων, των οποίων η σχέση ή η φύση εργασίας έχει διάφορες ιδιαιτερότητες.   Έτσι ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α.:
α. ΟΙ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ
Υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. (για τους κλάδους ασθένειας και σύνταξης μόνο), όσοι παρέχουν την εργασία τους με σύμβαση έργου. Προϋπόθεση αποτελεί να είναι οι συνθήκες εργασίας τους όμοιες με τις συνθήκες της εξαρτημένης εργασίας.

β. ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΕ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Πως ασφαλίζονται οι οικοδόμοι
Η ιδιομορφία του επαγγέλματος των οικοδόμων λόγω της συχνής αλλαγής εργοδότη και τόπου εργασίας, επέβαλε την ειδική αντιμετώπιση ασφάλισής τους. Διευκρινίζεται ότι οι ειδικές αυτές διατάξεις εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο στα πρόσωπα που απασχολούνται στις οικοδομικές και τεχνικές εργασίες.

Ενδεικτικά αναφέρονται:
Σαν οικοδομικές εργασίες: Η ανέγερση, συμπλήρωση, μεταρρύθμιση, επισκευή ή κατεδάφιση κάθε φύσης κτισμάτων για κατοικίες, αποθήκες, αίθουσες συγκέντρωσης κλπ. Κατασκευή περιτοιχισμάτων, εκβραχισμοί, επιχωματώσεις οικοπέδων, ανόρυξη φρέατος ή βόθρου, ανέγερση παραπήγματος κλπ.

Σαν τεχνικά έργα: Η κατασκευή, συντήρηση οδών, γεφυρών, σιδηροδρομικών γραμμών, λιμένων αεροδρομίων, υδραυλικών, ηλεκτρικών ή μηχανολογικών εγκαταστάσεων, καθώς και εγκαταστάσεων μηχανών και λοιπών εξαρτημάτων βιομηχανικών και λοιπών επιχειρήσεων.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Οι Ξυλουργικές, Σιδηρουργικές, Υδραυλικές, Διακοσμητικές, Ηλεκτρολογικές, Μαρμαρικές, Μηχανολογικές εργασίες.
Ο τρόπος ασφάλισης και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων στα παραπάνω επαγγέλματα προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 35-51 του ΣΤ Κεφαλαίου Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. Το σύστημα που ισχύει, είναι σημαντικά διαφοροποιημένο απ' αυτό που εφαρμόζεται για τους υπόλοιπους μισθωτούς

Ποιος θεωρείται εργοδότης για τους οικοδόμους
Εργοδότης θεωρείται ο κύριος της οικοδομής ή του έργου, στον οποίο εργάζονται, ακόμα και αν υπάρχει εργολάβος ή υπεργολάβος, με τον οποίο συνδέονται με σχέση εργασίας. Στην περίπτωση αυτή ο εργολάβος ή υπεργολάβος καθίσταται συνυπεύθυνος με τον κύριο, απέναντι του Ι.Κ.Α. για ορισμένες μόνον υποχρεώσεις (σύνταξη και κατάθεση καταστάσεων απασχόλησης κλπ).

ΠΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΙΣΦΟΡΕΣ
Οι εισφορές προϋπολογίζονται καταρχήν, με βάση ορισμένους συντελεστές και ένα μέρος τους προεισπράττεται. Πριν την εφαρμογή του ν.1902/90, το ύψος των προϋπολογιζόμενων εισφορών στηριζόταν στον ογκομετρικό προϋπολογισμό του οικοδομικού έργου.
Με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 6 του ν.1902/90 άλλαξε το σύστημα υπολογισμού των καταβλητέων εισφορών στα οικοδομικά έργα. Έτσι οι εισφορές υπολογίζονται στην εργατική δαπάνη που αντιστοιχεί στα ελάχιστα όρια του απαιτούμενου υποχρεωτικά αριθμού ημερών εργασίας, όπως αυτές ορίζονται με ειδικούς πίνακες συντελεστών, ανάλογα με την κατηγορία του έργου (ιδιωτικά ή δημόσια έργα), το είδος και την επιφάνεια του κτιρίου.

ΠΩΣ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΙΣΦΟΡΕΣ
Οι απασχολούμενοι στις οικοδομοτεχνικές εργασίες σε όλη τη χώρα ασφαλίζονται μέσω του μηχανογραφικού συστήματος, το οποίο ολοκληρώθηκε πρόσφατα.
Οι προϋπολογισθείσες εισφορές δεν ρυθμίζονται πλέον σε δόσεις αλλά καταβάλλονται τοις μετρητοίς στις Υπηρεσίες του Ι.Κ.Α., ανάλογα με την εξέλιξη των εργασιών.
Οι ημέρες εργασίας που υπολογίζονται στην ασφάλιση, καταχωρούνται στο μηχανογραφικό αρχείο και αντί ασφαλιστικών βιβλιαρίων (ενσήμων) χρησιμοποιούνται εντολές ασφάλισης.
Οι εντολές ασφάλισης είναι μηχανογραφημένα μπλοκ με διπλότυπες αποδείξεις που συμπληρώνονται από τον κύριο του έργου. Το ένα απόκομμα υποβάλλεται στο αρμόδιο Υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. μέσα σε 10 ημέρες από τη λήξη του μήνα απασχόλησης και το άλλο μένει στον ασφαλισμένο οικοδόμο. Η Μηχανογραφική Υπηρεσία του Ι.Κ.Α. γνωστοποιεί ανά 4 μήνες στον ασφαλισμένο τα στοιχεία που αφορούν τον αριθμό ημερών ασφάλισής του, όπως συγκεντρώθηκαν αυτά με βάση τις εντολές ασφάλισης που κατατέθηκαν.

γ.
ΟΙΚΙΑΚΟΙ ΒΟΗΘΟΙ

Ποιοι θεωρούνται οικιακοί βοηθοί
Έμμισθοι οικόσιτοι οικιακοί βοηθοί είναι τα πρόσωπα που προσφέρουν την εργασία τους στο σπίτι του εργοδότη και εξυπηρετούν ανάγκες αυτού και της οικογένειάς του.
Ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο Ι.Κ.Α. ανεξάρτητα εάν αμείβονται με μισθό σε χρήμα ή σε είδος ή με συνδυασμό των δύο συστημάτων. Με τον ίδιο τρόπο ασφαλίζονται και τα άλλα πρόσωπα που απασχολούνται στο σπίτι του εργοδότη σε εξειδικευμένες εργασίες (παιδαγωγοί, μάγειροι, οδηγοί αυτοκινήτων, κηπουροί κ.λ.π.).

ΠΟΤΕ ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥΣ
Η ασφάλιση των προσώπων αυτών είναι μεν υποχρεωτική, αλλά αρχίζει μόνο από την ημέρα που το Ι.Κ.Α. πληροφορείται την απασχόληση τους είτε μετά από δήλωση του εργοδότη, είτε του εργαζομένου. Επομένως, για τα πρόσωπα αυτά δεν αναγνωρίζεται σε καμία περίπτωση χρόνος ασφάλισης αναδρομικά, δηλαδή για διάστημα πριν το χρόνο αναγγελίας.

ΠΟΤΕ ΛΗΓΕΙ
Η ασφάλιση των προσώπων αυτών είναι μεν υποχρεωτική, αλλά αρχίζει μόνο από την ημέρα που το Ι.Κ.Α. πληροφορείται την απασχόληση τους είτε μετά από δήλωση του εργοδότη, είτε του εργαζομένου. Επομένως, για τα πρόσωπα αυτά δεν αναγνωρίζεται σε καμία περίπτωση χρόνος ασφάλισης αναδρομικά, δηλαδή για διάστημα πριν το χρόνο αναγγελίας. Αντίστοιχα, η ασφάλιση λήγει μόνο αφότου αναγγείλει ο εργοδότης στο Ι.Κ.Α. τη διακοπή της απασχόλησης ή από την ημέρα που θα λάβει γνώση αυτής το ΙΚΑ.. Σε περίπτωση μη αναγγελίας της διακοπής, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλλει εισφορές και για τον μετέπειτα χρόνο καθ' όσον θεωρείται ότι συνεχίζεται η ασφαλιστική σχέση.

ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΖΟΝΤΑΙ
Οι οικιακοί βοηθοί ασφαλίζονται για τους κλάδους ασθένειας και σύνταξης. Επίσης καταβάλλονται εισφορές Τ.Ε.Α.Μ. και Εργατικής Κατοικίας. Εξαιρούνται από τους κλάδους ανεργίας, στράτευσης και ΔΛΟΕΜ, αντίθετα με το λοιπό προσωπικό, που ασφαλίζεται και για τους κλάδους αυτούς.

ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Οι εισφορές των οικόσιτων οικιακών βοηθών υπολογίζονται  σε αποδοχές που αντιστοιχούν στο 25πλάσιο του ισχύοντος κάθε φορά ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη μειωμένο κατά 50%, ανεξάρτητα απ' τις καταβαλλόμενες σ' αυτά αποδοχές. Επιτρέπεται όμως με γραπτή κοινή δήλωση του εργοδότη και ασφαλισμένου να δηλωθεί ότι η ασφάλιση  θα γίνει στο πλήρες ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη. Θεωρείται δε ότι πραγματοποιούν 25 ημέρες εργασίας το μήνα, ανεξάρτητα του πραγματικού αριθμού. Αντίθετα, για το υπόλοιπο προσωπικό, που απασχολείται στην κατοικία του εργοδότη, σαν ημέρες ασφάλισης υπολογίζονται οι πραγματικές ημέρες εργασίας τους, ενώ ο υπολογισμός των εισφορών γίνεται επί των αποδοχών που πράγματι λαμβάνουν.

δ.
ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΙ
τι ισχύει για τους μαθητευόμενους
Οι μαθητευόμενοι, δηλαδή νεαρά κυρίως πρόσωπα, που απασχολούνται προκειμένου ν' αποκτήσουν τεχνική ή επαγγελματική εκπαίδευση και ειδίκευση, ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α. ακόμα κι αν παίρνουν μικρή αμοιβή ή δεν παίρνουν καθόλου αμοιβή.
Απ' αυτούς όσοι είναι ηλικίας κάτω των 15 ετών εξαιρούνται από την ασφάλιση των κλάδων Ανεργίας και Εργατικής Εστίας. Εξαιρούνται επίσης από τον κλάδο Στράτευσης οι ηλικίας κάτω των 18 ετών. Για ορισμένες κατηγορίες (σπουδαστές Τεχνικών και Επαγγελματικών Σχολών) προβλέπονται μειωμένες εισφορές.

ε.
ΟΙ ΡΑΠΤΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΦΑΣΟΝ
Στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια τα πρόσωπα που απασχολούνται στους χώρους παραγωγής και συσκευασίας προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών, σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, αμείβονται με το κομμάτι (φασόν) και εργάζονται στο σπίτι τους ή σε εργαστήρια εκτός χώρου λειτουργίας της επιχείρησης του εργοδότη, ακόμη κι αν χρησιμοποιούν δικά τους εργαλεία. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι ραπτεργάτες, καθώς και άλλες ειδικότητες στη διαδικασία παραγωγής - συσκευασίας προϊόντων, οι μεταφραστές, δακτυλογράφοι, ερευνητές αγοράς, απασχολούμενοι με στατιστικές μελέτες, εφόσον αμείβονται για την εργασία τους με το κομμάτι.

ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΖΟΝΤΑΙ
Η κατηγορία αυτή ασφαλίζεται για όλους τους κλάδους ασφάλισης, Ασθένεια, Σύνταξη, Ο.Α.Ε.Δ., Εργατική Εστία, Εργατική Κατοικία, καθώς  και στην επικουρική ασφάλιση του ΤΕΑΜ εφ' όσον βέβαια δεν υπάγονται στην ασφάλιση  άλλου επικουρικού ταμείου.

ΠΟΙΟΣ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ
Εργοδότης είναι η επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας παρέχουν, οι εργαζόμενοι φασόν, εργασία ή υπηρεσίες.

ΠΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΙΣΦΟΡΕΣ
Υπολογίζονται με βάση τη συνολική αμοιβή του μήνα (χωρίς Φ.Π.Α.) όπως αυτή αναφέρεται στα δελτία παροχής υπηρεσιών ή τιμολόγια, αφού αφαιρεθεί ποσοστό 30% και πάντως όχι πάνω από το όριο μισθού της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α.

ΟΙ ΗΜΕΡΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Ο αριθμός των ημερών ασφάλισης είναι το πηλίκο της παραπάνω υπολογιζόμενης εργατικής αμοιβής δια του τεκμαρτού ημερομισθίου της 9ης ασφαλιστικής κλάσης όπως αυτή ισχύει κάθε φορά. Όμως οι ημέρες εργασίας δεν μπορεί να είναι περισσότερες από 300 το χρόνο.

στ.
ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΜΕΣΩ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ Η ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ
Οι εργαζόμενοι της κατηγορίας αυτής ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α. μέσω ασφαλιστικών Συνεταιρισμών, οι οποίοι ιδρύονται για τον σκοπό αυτό. Οι ασφαλιστικοί Συνεταιρισμοί έχουν απέναντι στο Ι.Κ.Α. όλες τις ευθύνες του εργοδότη σχετικά με την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών κ.λ.π.  Τέτοιες κατηγορίες εργαζομένων είναι μεταξύ άλλων οι εξής:
  • αποκλειστικές αδελφές νοσοκόμες
  • πλασιέ, εισπράκτορες, λογιστές
  • δάσκαλοι και δάσκαλοι ξένων γλωσσών με ιδιαίτερα μαθήματα
  • καθαρίστριες γραφείων - καταστημάτων, οικιών
  • νυκτοφύλακες γραφείων - καταστημάτων
  • αχθοφόροι κλπ που δεν υπάγονται στην κατηγορία των φορτοεκφορτωτών
ζ. ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ
Οι συνταξιούχοι τόσο του Ι.Κ.Α. ή των άλλων ασφαλιστικών Ταμείων, όσο και του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ., εφόσον απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Καταρχήν ασφαλίζονται για όλους τους κλάδους ασφάλισης του Ι.Κ.Α., εκτός αν για κάποιους κλάδους υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση άλλου Ταμείου. Ειδικά για τον κλάδο ασθενείας έχουν δυνατότητα να εξαιρεθούν, εφόσον καλύπτονται από άλλο ασφαλιστικό Ταμείο, κατόπιν αίτησής τους στο αρμόδιο Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. ανάλογα με την περιοχή της επιχείρησης, όπου απασχολούνται.
Για τον υπολογισμό εισφορών, εφ' όσον πρόκειται για συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. οι οποίοι απασχολούνται σε εργασίες ασφαλιζόμενες στο Ι.Κ.Α., οι εισφορές υπολογίζονται ποσοστιαία στις πραγματικές αποδοχές που παίρνει ο εργαζόμενος συνταξιούχος απο την εργασία του με το γνωστό περιορισμό της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης. Υπόχρεος για την καταβολή των εισφορών είναι ο κάθε ένας (εργοδότης -συνταξιούχος) δηλαδή, καταβάλλει την εισφορά που τον βαρύνει,   εργοδοτική ή εργατική αντίστοιχα.
Αντίθετα, αν πρόκειται για συνταξιούχους άλλου ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., τότε ο καθένας από τους υπόχρεους (εργοδότη - ασφαλισμένος) καταβάλλουν αντίστοιχα την εργοδοτική και εργατική εισφορά.
Συνταξιούχοι του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και όσον απασχολούνται, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, σε θέσεις του δημόσιου τομέα και παίρνουν συγχρόνως σύνταξη και αποδοχές, δεν ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. για τον κλάδο σύνταξης. Μπορούν όμως να ζητήσουν την αναστολή καταβολής της σύνταξης τους και να ασφαλιστούν στο Ι.Κ.Α.

η. ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Στις περιπτώσεις της παράλληλης απασχόλησης, όταν η μία από τις απασχολήσεις ασφαλίζεται στο Ι.Κ.Α., υπάρχει υποχρέωση και για παράλληλη ασφάλιση στο Ι.Κ.Α., ανεξάρτητα αν για την άλλη απασχόληση ο εργαζόμενος ασφαλίζεται σε άλλο Ταμείο Κύριας Ασφάλισης μισθωτών ή αυτοτελώς απασχολουμένων.
Εξαίρεση από την υποχρέωση παράλληλης ασφάλισης στο Ι.Κ.Α. υπάρχει μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Εξαιρούνται επίσης όσοι ασφαλίζονται για πρώτη φορά την 1-1-1993.
Τα πρόσωπα αυτά υπάγονται υποχρεωτικά σε ένα μόνο φορέα κύριας ασφάλισης και ένα επικουρικής, τον οποίο επιλέγουν οι ίδιοι με δήλωση τους μέσα σε έξι μήνες μετά την έναρξη της παράλληλης απασχόλησης. Διαφορετικά υποχρεωμένος για την ασφάλισή του είναι ο Ασφαλιστικός φορέας που τον ασφάλισε πρώτος.
Πάντως, μπορούν να ασφαλιστούν στον δεύτερο φορέα προαιρετικά (άρθρο 39 ν.2084/92).

θ.
Οι αυτοτελώς απασχολούμενοι

Άλλες κατηγορίες

ΑΣΦΑΛΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ Ι.Κ.Α. ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ;
Ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο Ι.Κ.Α. όσοι από τους αυτοτελώς απασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης.
Για τον σκοπό αυτό έχει συσταθεί στο Ι.Κ.Α. ανεξάρτητος και αυτοτελής κλάδος, στον οποίο ασφαλίζονται τα πρόσωπα αυτά, για σύνταξη και ασθένεια σε είδος.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
Ιδιαίτερη κατηγορία αυτοτελώς απασχολούμενων, αποτελούν εκείνοι που στερούνται επαγγελματικής στέγης και είναι οικονομικά ασθενείς. Τα πρόσωπα αυτά ασφαλίζονται μετά από απόφαση του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. Με τέτοιες αποφάσεις έχουν ασφαλιστεί μέχρι σήμερα για τους κλάδους ασθενείας και σύνταξης οι εξής:
·         Εφημεριδοπώλες, εκτός από τους εφημεριδοπώλες Αθηνών και Πειραιώς, καθώς και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ασφαλίζονται αντίστοιχα Ταμεία Σύνταξης Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείων.
·         Πωλητές Λαϊκού Λαχείου, οι οποίοι ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α., εφόσον είναι μέλη του οικείου Ασφαλιστικού Συνεταιρισμού, που έχει συσταθεί με το νόμο 602/1914.
Δεν ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α. αυτοί που πράγματι παρέχουν ανεξάρτητες υπηρεσίες, δηλαδή οι ελεύθεροι επαγγελματίες, εκτός από ορισμένες ειδικές κατηγορίες που ήδη αναφέρθηκαν.
Μερική απασχόληση-Ασφάλιση
Για την ασφάλιση των μερικώς απασχολουμένων, διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις:

1η περίπτωση: Εργαζόμενοι οι οποίοι αμείβονται με ημερήσιο μισθό ίσο ή μεγαλύτερο από την 1η ασφαλιστική κλάση (η οποία καθορίζεται στα 11,06 ευρώ), τότε αναγνωρίζονται στον ασφαλισμένο τόσες μέρες ασφάλισης όσες πραγματικά εργάζεται.
2η περίπτωση: Εάν ο ημερήσιος μισθός του εργαζόμενου είναι μικρότερος από την 1η ασφαλιστική κλάση τότε γίνεται διαίρεση του συνολικού ποσού των μηνιαίων αποδοχών του εργαζόμενου με την 1η ασφαλιστική κλάση και το κλάσμα που προκύπτει από την διαίρεση θεωρείται ως ολόκληρη ασφαλιστική ημέρα. Παράδειγμα: Υπάλληλος που εργάζεται σε ιδιωτική επιχείρηση 2ώρες την ημέρα και παίρνει 170ευρώ το μήνα , οι ημέρες που του αναγνωρίζονται στην ασφάλιση θα είναι: 170/11,06=15.37, οι ημέρες ασφάλισης θα είναι 17 και 1ημέρα που προκύπτει από το κλάσμα, σύνολο: 18

ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΩΝ

ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ

____________

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

  © Blogger templates Palm by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP